- συναείδω
- Α(ποιητ. τ.) βλ. συνάδω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνάδω — συνᾴδω ΝΑ, και ποιητ. τ. συναείδω Α 1. άδω μαζί με άλλον, συνοδεύω το άσμα 2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι νεοελλ. (συν. τριτοπρόσ.) συνάδει αρμόζει, ταιριάζει αρχ. εξυμνώ από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ᾄδω / ἀείδω… … Dictionary of Greek